Τα μπιφτέκια εικάζω ότι είναι η πιο δημοφιλής επιλογή πιάτου σε ταβέρνες. Και ίσως η πιο εύκολη και γρήγορη λύση γεύματος, για να είναι όλοι ευχαριστημένοι στο σπίτι. Δεν έχω διαβάσει έρευνα επί του προκειμένου, αλλά σίγουρα δεν θα πέσω έξω αν υποθέσω ότι το μπιφτέκι είναι και το φαγητό που έχουν φάει πιο πολλές φορές στη ζωή τους οι περισσότεροι Έλληνες, ή έστω παίζει στη πρωτιά με το σουβλάκι (που είναι σχεδόν αποκλειστικά εκτός σπιτιού) και τα μακαρόνια με κιμά (η έρευνα που ξέρω, μιλά για συχνότητα μιας φοράς το δεκαπενθήμερο).
Πιστεύω δε ότι ένας βασικός λόγος πίσω απ’ αυτή τη συχνότητα βρώσης εντός και εκτός οικίας, είναι ότι είναι αρκετά δύσκολο ένα μπιφτέκι να βγει κακό. Χοντρικά, ακόμη κι αν δεν τ’ όχεις με τη μαγειρική, θα βγει κάτι ευκολομάσητο, με απαλή και εύκολη κρεάτινη γεύση, umami απ’ το ψήσιμο και κάποιες δευτερεύουσες γεύσεις από αρωματικά στοιχεία. Με άλλα λόγια, ένα μπιφτέκι με ελάχιστη προσπάθεια θα βγει καλούτσικο ή έστω βρώσιμο.
Απ’ την άλλη, το να το βγει ένα μπιφτέκι ντιζάστερ, θέλει ομολογουμένως προσπάθεια, εκτός βέβαια κι’ αν το ψήσετε στο φούρνο, διαδικασία που εγγυάται ότι ή θα ξεραθεί, ή θα γίνει απελπιστικά άνοστο. Κατά τη γνώμη μου η έννοια και μόνον “μπιφτέκι στο φούρνο” θα έπρεπε να απαγορεύεται από αυστηρό γαστρονομικό νόμο, λόγω ανάλγητου βασανισμού της πρώτης ύλης από πλήρη άγνοια της δέουσας μαγειρικής διαδικασίας, σε σχέση με τη φύση του υλικού. Τους λόγους τους έχω εξηγήσει αναλυτικά και επιστημονικά, στο άρθρο μου εδώ, που αξίζει να διαβάσετε. Εν συντομία σημειώνω ότι ο φούρνος είναι παντελώς ακατάλληλο μέσο μετάδοσης θερμικής ενέργειας σε κρέατα με μικρό όγκο γιατί τα στεγνώνει, ό,τι κόλπο κι αν δοκιμάσουμε, οπότε δεν θέλω να ξοδέψω άλλη φαιά ουσία για μια “συνταγή” που επιμένουν να εκτελούν κάποιοι, παρά το εγγενές τεχνικό της λάθος.
Το να βγει όμως ένα μπιφτέκι εξαιρετικό είναι πολύ πιο σπάνιο, απ’ όσο φαντάζεται κανείς. Αφού λοιπόν τέσσερα χρόνια πριν, στο Caruso βρήκαμε τον τέλειο κεφτέ μέσα από μια μεθοδολογία έρευνας, ανάλυσης και πειραματισμού, εδώ και δυο χρόνια περίπου έχω ξεκινήσει να ψάχνω το τέλειο μπιφτέκι!
Έτσι, τα τελευταία δυο χρόνια έχω μιλήσει με πολύ κόσμο για το θέμα και έχω δοκιμάσει μπιφτέκια σε πάρα πολλά εστιατόρια και ταβέρνες. Έχω επιπλέον αναλύσει το θέμα μπιφτέκι με σεφ και μάγειρους όσον αφορά στα υλικά και στην τεχνική, ενώ παράλληλα πειραματίζομαι σπίτι με διαφοροποιημένες συνταγές. Οπότε εδώ και λίγο καιρό, έφτασα σε απλά μεν αλλά πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, που θεωρώ ότι αξίζει να μοιραστώ δημόσια. Με την ευγενική υποστήριξη δε του άρθρου αυτού από την αγαπημένη Ελληνική αφιλτράριστη σταρένια μπύρα, την ΑΛΦΑ Weiss, που ταιριάζει απόλυτα να συνοδεύσει το αγαπημένο έδεσμα, το θέμα μπιφτέκι βρήκε την κατάλληλη αφορμή να βγει στην επιφάνεια.
Στις φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο θα δείτε κάποια απ’ τα πειράματα που έχουμε κάνει για να βρούμε το τέλειο μπιφτέκι. Όπως πάντα με βάση την επιστημονική δεοντολογία, κάνουμε μια βασική συνταγή και μετά την διαφοροποιούμε κατά ένα υλικό (ceteris paribus) ενώ στο τέλος συγκρίνουμε το αποτέλεσμα δοκιμάζοντας εν παραλλήλω στον ίδιο χρόνο. Έτσι δεν μπαίνει στη κρίση μας το συναίσθημα, η μνήμη και όλα αυτά που διαθλούν την ψυχρή και αντικειμενική αξιολόγηση ανάμεσα σε διαφορετικές επιλογές που δοκιμάζονται ταυτόχρονα από διαφορετικούς κριτές, ανάμεσα στους οποίους δεν υπάρχει κανείς που να “θέλει να περάσει το δικό του“, μια και γνήσια όλοι μας στην ομάδα Caruso ψάχνουμε να βρούμε ποιο είναι πραγματικά “το καλύτερο” χωρίς ταμπού ή εμμονές…
Πάντως πρέπει να σημειώσω εξαρχής ως πρώτο σημαντικό συμπέρασμα της διαδικασίας πειραματισμών μας, ότι παρόλο που το μπιφτέκι και ο κεφτές, είναι δυο συγγενείς συνθέσεις της Ελληνικής κουζίνας με βάση τον κιμά, η διαδικασία μαγειρέματος του μπιφτεκιού στη σχάρα, σε σχέση με τη διαδικασία τηγανίσματος του κεφτέ στο τηγάνι, έχουν επαρκώς διαφορετικές επιδράσεις πάνω στις συνθέσεις με βάση κιμά, ώστε αυτές να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις βέλτιστες επιλογές για την κάθε συνταγή. Επιπλέον, τα διαφορετικά γευστικά πρότυπα μεταξύ μπιφτεκιού και κεφτέ (πιο κρεάτινη γεύση και υφή στο μπιφτέκι, πιο αρωματική και ανάλαφρη αίσθηση στον κεφτέ), μας οδηγούν σε αρκετά διαφορετικές αποφάσεις, σε σημεία που είναι σχετικά μεταξύ τους.
Τα εστιατόρια στο δρόμο προς “το τέλειο μπιφτέκι”
Θα σημειώσω εδώ κάποια απ’ τα εστιατόρια (όσα θυμάμαι τουλάχιστον και με τυχαία σειρά και θα συμπληρώνω τη λίστα στη πορεία) που είτε ήδη φημίζονται, είτε εγώ θεωρώ ότι έχουν πολύ καλό μπιφτέκι (όχι απαραίτητα του ίδιου στυλ όλα). Τα περισσότερα απ’ αυτά είτε απλά μέσω της δοκιμής ή κυρίως μέσω ανταλλαγής πληροφοριών με βοήθησαν να μάθω περισσότερα για την τεχνική και τα μυστικά τους, ώστε να καταλήξω στη συνταγή που προτείνω:
- Η Καλή Καρδιά του Νικόλα, στη Ραφήνα
- Ο Κρητικός στη Κάντζα (έκλεισε δυστυχώς)
- Ο Καλοφαγάς στα Βριλήσσια
- Ο George’s Steak House στη Μπιφτεκούπολη της Γλυφάδας
- Ο Μπάμπης στην Αμφιθέας
- Ο Δρίτσας στα Βριλήσσια
- Τα Πλατάνια στην Αγ. Παρασκευή
- Το Πουρνάρι στο Κιβέρι
Σημειώνω ότι εδω μιλάμε σχεδόν αποκλειστικά για μπιφτέκια στη σχάρα, σε θράκα, που δίνουν ελαφρώς διαφορετικό (καλύτερο) αποτέλεσμα από τα μπιφτέκια που θα κανει καθηεμερινά κάποιος στη κουζίνα του σε γκριλιέρα. Πάντως, απ’ όλα τα ανωτέρω μαγαζιά που έχουν όλα πολύ καλά μπιφτέκια αλλά και αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, η κορυφαία γεύση και υφή κατά τη γνώμη μου, είναι στον Κρητικό, μια συνταγή μπιφτεκιών που είναι πολύ δύσκολο να αντιγράψει κανείς, μια και μέρος της γευστικής τους γοητείας οφείλεται στα αρώματα καπνού απ’ το πολύ ψαγμένο κάρβουνο στη θράκα του.
Μετά από δυο χρόνια που ψάχνομαι στο θέμα μπιφτέκι, έχω θέσει ως το πρότυπο της ιδανικής γεύσης τα μπιφτέκια του Κρητικού με την παραδοχή ότι είναι στη θράκα και κατά συνέπεια η συνταγή μου απλά προσπαθεί να πλησιάσει το ίδιο αποτέλεσμα, σε συνθήκες καθημερινής μαγειρικής σπιτιού.
Όχι απαραίτητα με την ίδια συνταγή, την οποία κιόλας δεν γνωρίζω συνολικά και δεν θεωρώ σωστό ακόμη κι αν την γνώριζα να την δημοσιοποιήσω, μια και είναι “επαγγελματικό μυστικό” κάποιου άλλου. Όμως ξέρω κάποια βασικά πράγματα για τα συγκεκριμένα μπιφτέκια και ένα απ’ αυτά που θεωρώ πολύ σημαντικό είναι η επιλογή του κομματιού κρέατος για τον κιμά τους. Αλλά ας δούμε όλα τα βασικά μυστικά που θα μας δώσουν το τέλειο σπιτικό μπιφτέκι μετά από αυτή την έρευνα και στη πορεία θα σημειώσω και ποιες επιλογές στη σύνθεση, δοκιμάσαμε και απορρίψαμε.
Τα 5 Βασικά Μυστικά για το Τέλειο Μπιφτέκι
1. Κιμάς για μπιφτέκια = Ελιά
Σχεδόν όλοι οι μάγειροι με τους οποίους μίλησα για μπιφτέκια μου είπαν ότι διαλέγουν μοσχαρίσια ελιά για τον κιμά τους. Μια επιλογή απ’ τον λαιμό του μοσχαριού που είναι νόστιμη ως κρέας και έχει μεσαία ποσότητα ενδομυϊκού λίπους, απαραίτητη για να νοστιμίσει και να κρατήσει ζουμερό το μπιφτέκι στη διαδικασία ψησίματος. Εννοείται ένα μόνο πέρασμα, αλλιώς μιλάμε για πατέ!
Θεωρείστε την επιλογή ελιάς για μπιφτέκια ως ένα σχεδόν απόλυτο κανόνα, μια και περιέργως διαπίστωσα ότι συμφωνούν πλείστοι εκ των ειδικών. Ενώ λοιπόν ο κεφτές θέλει λάπα, που είναι ένα απ’ τα πιο παχιά κομμάτια στο μοσχάρι από πλευράς λίπους αλλά και ελαφρύ από κρεάτινη γεύση, ώστε να βγει αέρινος στο τηγάνισμα, αντίστοιχα το μπιφτέκι θέλει ελιά, που είναι απ’ τα μεσαία σε λιπαρότητα κομμάτια, αλλά με βαθιά κρεάτινη γεύση για να αναδειχτεί στο ψήσιμο.
Κάθε σοβαρός μάγειρας και βέβαια κάθε σοβαρός συντάκτης συνταγών, οφείλει να επιλέγει όχι απλά είδος κρέατος, αλλά και συγκεκριμένο κομμάτι, ανάλογα με την συνταγή. Δεν νοείται το “δώστε μου μισό κιλό κιμά μοσχαρίσιο” χωρίς το μέρος του ζώου που είναι το κατάλληλο για την περίσταση.
Να σημειώσω εδώ πως κάθε φορά που βρίσκομαι σε κρεοπωλείο και ακούω παραγγελία για κιμά “άπαχο”, καταλαβαίνω γιατί σε τόσα σπίτια το φαγητό είναι επιεικώς άνοστο, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει και κάποιο σημαντικό κέρδος από πλευράς υγιεινότητας. Γιατί στη διαδικασία ψησίματος, μεγάλο μέρος απ’ το λίπος λιώνει αφού φτάσει στους 55ºC και καταλήγει σταδιακά στο σχαροτήγανο, αφού όμως πρώτα έχει λιπάνει τους ιστούς του κρέατος, διατηρώντας το μπιφτέκι ζουμερό και νόστιμο. Σε ένα άπαχο κρέας απλά ο κιμάς στεγνώνει και το μπιφτέκι γίνεται “καρκάτσι”, πούλεγε και η γιαγιά μου!
2. Ψίχα από σταρένιο μπαγιάτικο ψωμί
Ένα από τα αποτελέσματα του πειραματισμού που μας εντυπωσίασε ήταν η σαφής υπεροχή της μουσκεμένης ψίχας από μπαγιάτικο ψωμί στο μπιφτέκι, τόσο στη γεύση όσο και στην υφή του τελικού αποτελέσματος. Ειδικά μια και στους αντίστοιχους πειραματισμούς που είχαμε κάνει προ τετραετίας για τον κεφτέ, δεν είχαμε βρει καμία ουσιαστική διαφορά σε σχέση με την τριμμένη φρυγανιά ή γαλέτα, που είναι και το πιο πρακτικό και εύκολο υλικό και έτσι το είχαμε επιλέξει. Αλλά όπως είπαμε και στην εισαγωγή, άλλο ψήσιμο, άλλο τηγάνισμα και άλλο επίσης το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα στον κεφτέ με το μπιφτέκι. Εδώ ο ρόλος της μουσκεμένης και στυμμένης ψίχας στο μπιφτέκι είναι να προσφέρει υγρασία κατά το ψήσιμο και έτσι το αποτέλεσμα είναι σαφώς καλύτερο απ’ ότι αν βάλουμε γαλέτα.
Ακόμη κι αν βρέξουμε τη γαλέτα με γάλα (που το δοκιμάσαμε) η υπεροχή της ψίχας είναι σαφής. Υπόψη ότι δοκιμάσαμε το μπαγιάτικο ψωμί να το μουσκέψουμε και σε νερό και σε γάλα. Υπήρχε μια μικρή διαφορά στη γεύση χωρίς να είναι σαφές το ποια υπερείχε, αλλά επιλέξαμε τη λύση με το νερό και γιατί είναι πιο απλή και γιατί είναι κάπως πιο “ξεκάθαρη” η γεύση.
3. Τα υπόλοιπα δύο βασικά υλικά: Κρεμμύδι και μαϊντανός. Μόνο!
Το μπιφτέκι οφείλει να έχει λιτή σύνθεση ώστε το τελικό αποτέλεσμα να αναδεικνύει το κρέας. Έτσι στο ιδανικό μπιφτέκι, πέρα απ’ το ψωμί χωρούν μόνο δύο ακόμη βασικά υλικά: Το κρεμμύδι που δίνει σπίρτο, γλύκα και νοστιμιά και ο μαϊντανός που δίνει φρεσκάδα κι αρώματα. Όσον αφορά στο κρεμμύδι, η επιλογή μας είναι να το πολτοποιήσουμε μηχανικά ώστε να βγάλει υγρά και να εμποτίσει στο ζύμωμα όλο τον κιμά, όπως ακριβώς είχαμε καταλήξει και στη διαδικασία του κεφτέ. Ο μαϊντανός απλά ψιλοκομμένος στο χέρι.
Η πρόσθεση αυγού στη σύνθεση του μπιφτεκιού για την οποία έχω ακούσει κάποιους οικιακούς μάγειρες να μιλάνε (όχι σεφ), απορρίφθηκε κατόπιν δοκιμής, απ’ τη πρώτη μπουκιά. Δεν προσθέτει απολύτως τίποτα εκτός από βαρύτερη γεύση και πιο πυκνή σύνθεση, πράγματα που δεν είναι ζητούμενα στο μπιφτέκι.
Η πρόσθεση ντομάτας που επίσης ακούγεται από ερασιτέχνες κυρίως, δοκιμάστηκε και απορρίφθηκε σχεδόν αυτόματα, καθώς γευστικά αποσπά τη προσοχή, χωρίς να προσθέτει κάποια άλλη γευστική αξία. Επιπλέον η υφή είναι εξαιρετικά πιο υγρή και άρα δύσκολα διαχειρίσιμη στο ψήσιμο, έχοντας ως αποτέλεσμα να σπάνε τα μπιφτέκια στο γύρισμα. Νομίζω η χρήση ντομάτας τριμμένης είναι ένα κόλπο να δίνουν υγρασία στα μπιφτέκια όσοι ματαίως επιχειρούν να τα ψήσουν στο φούρνο, αλλά γι’ αυτό το ανούσιο μαγείρεμα, έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να μη μιλάω, γιατί με εκνευρίζει το εγγενές τεχνικό λάθος του!
4. Οι λεπτομέρειες της γευστικής ισορροπίας
Όσον αφορά σε γευστικούς τονισμούς, πέραν του αλατοπίπερου και ελάχιστου ελαιόλαδου, μόνο δύο συστάσεις έχω, μια και πιστεύω ότι τα μπιφτέκια οφείλουν να έχουν λιτή σύνθεση:
Α. Ελάχιστες σταγόνες ξυδιού, βοηθούν στην ένταση της γεύσης και συμβάλλουν θεωρητικά σε πιο αφράτη υφή, καθώς εξατμίζονται στο ψήσιμο. Αλλά και να μην το κάνετε δεν νομίζω ότι θα χαθεί κάποιο πολύτιμο μυστικό που αλλάζει το αποτέλεσμα.
Β. Η πρόσθεση τριμμένης παρμεζάνας (όχι περισσότερο από 80-100 γρ. στο κιλό του κιμά) συμβάλλει σε πιο έντονη γεύση στο τελικό αποτέλεσμα καθώς προσθέτει τη γλύκα του τυριού, ενισχύοντας παράλληλα και το umami. Σε αρκετά απ’ τα εστιατόρια που μας άρεσε το μπιφτέκι και είναι στη λίστα πιο πάνω, αυτό αποτελεί ένα μυστικό τους. Πάντως όλο το θέμα εδώ είναι η ισορροπία. Γιατί να μεν η παρμεζάνα προσθέτει γεύση αλλά ταυτόχρονα αφαιρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο απ’ το κρέας. Οπότε για μένα η παρμεζάνα είναι εκτός της βασικής συνταγής, αλλά αποτελεί μια σωστή γαστρονομικά, προαιρετική επιλογή. Προφανώς η παρμεζάνα μπορεί να υποκατασταθεί και από άλλα σκληρά τριμμένα τυριά που έχουν umami (π.χ. Σαν Μιχάλη) αλλά εκεί πια μπαίνουμε σε λεπτομέρειες προσωπικού γούστου.
Πέραν αυτών, η σύστασή μας είναι… μη βάλετε τίποτε άλλο! Μετά αρχίζουμε να το χάνουμε, όσον αφορά στα κανονικά μπιφτέκια.
5. Σχαροτήγανο (Γκριλιέρα)
Τα μπιφτέκια, όπως και τα περισσότερα κρέατα σπίτι πρέπει να ψήνονται σε σχαροτήγανο, το οποίο έχει ήδη κάψει επαρκώς στην εστία στο φουλ της έντασης, έχει περαστεί μετά με πινέλο με λίγο ελαιόλαδο και στη συνέχεια έχει τοποθετηθεί το κρέας. Το μπιφτέκι πρέπει να γυρίσει περί τις 4 φορές ανά 1’-1’.30” ανάλογα και με το πάχος του, είτε με λαβίδα, είτε με σπάτουλα. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάποιο μεγάλο μυστικό στη τεχνική του ψησίματος πέρα απ’ τη σωστή χρήση σχαροτήγανου. Στο σχαροτήγανο υπάρχει η δυνατότητα να γίνουν σωστά οι γραμμώσεις, οι αντιδράσεις Μαγιάρ που θα δώσουν νοστιμιά (βλέπε σχετικό άρθρο εδώ) και βέβαια να χωρίζεται το μπιφτέκι από το λίπος που βγάζει, την ώρα που ψήνεται. Απλά πράγματα, αλλά το επισημαίνω γιατί σε ελάχιστα σπίτια που πάω βλέπω να υπάρχει σχαροτήγανο και θεωρώ ότι είναι απ’ τα πλέον βασικά μαγειρικά εργαλεία που δεν κοστίζουν και ιδιαίτερα.
Συμπέρασμα:
Πέντε μόνο βασικά υλικά (κιμάς, κρεμμύδι, ψίχα και μαϊντανός), ένα προαιρετικό (παρμεζάνα), αλατοπίπερο και ελάχιστο λαδόξιδο στις σωστές αναλογίες που θα δείτε στη συνταγή, θα σας δώσουν εξαιρετικά μπιφτέκια σπίτι σας, αν χρησιμοποιήσετε σχαροτήγανο. Κρατήστε ως βασικότερα τιπς την επιλογή μοσχαρίσιας ελιάς για τον κιμά και μπαγιάτικης ψίχας που έχετε μουσκέψει σε νερό. Από εκεί και πέρα προφανώς θα ζυμώσετε καλά και αφού πλάσετε τα μπιφτέκια σας θα τα αφήσετε 1-2 ώρες να σφίξουν στο ψυγείο πριν το ψήσιμο.
Η Συνταγή για τα Τέλεια Σπιτικά Μπιφτέκια
Υλικά (για 12 μπιφτέκια περίπου)
1 κ. κιμάς από Ελιά Μοσχαριού – ένα πέρασμα
200 γρ. ψίχα από σταρένιο μπαγιάτικο ψωμί (ζυγισμένο ξερό)
300 γρ. κρεμμύδι πολτοποιημένο (περίπου 2 μεσαία κρεμμύδια)
25 γρ. μαϊντανό ψιλοκομμένο
2 κ.σ. εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο Χρυσελιά
1 κ.σ. ξίδι
1 ½ κ.γ. αλάτι
¼ κ.γ. πιπέρι
Προαιρετικά: 80-100 γρ. παρμεζανα
Διαδικασία Παρασκευής:
1. Προεργασία:
Μουλιάζετε τη ψίχα σε νερό για λίγα λεπτά και την τρίβετε. Στη συνέχεια την στύβετε να φύγει το περισσότερο νερό πριν την ενσωματώσετε στο μίγμα του κιμά.
Πολτοποιείτε το κρεμμύδι σε πολυμίξερ και ψιλοκόβετε τον μαϊντανό.
2. Πλάθετε τα μπιφτέκια:
Σε μεγάλο μπολ αναμιγνύετε όλα τα υλικά και αφού τα ζυμώσετε επαρκώς, πλάθετε τα μπιφτέκια στο σχήμα που θέλετε. Καλό είναι αν μην είναι πιο χοντρά από 1.5-2,5 εκ. για να μπορέσουν να ψηθούν όσο χρειάζεται στο κέντρο τους. Βάζετε τα μπιφτέκια στο ψυγείο σκεπασμένα από μια μεμβράνη ή λαδόκολλα, για να σφίξουν επί 1-2 ώρες.
3. Ψήνετε τα μπιφτέκια:
Βάζετε το σχαροτήγανο (γκριλιέρα) να κάψει για 2-3 λεπτά και στην συνέχεια το αλείφετε με ελαιόλαδο, με το πινέλο. Ακουμπάτε στο καυτό σχαροτήγανο τα μπιφτέκια και τα γυρνάτε κάθε 1′-1′:30″ λεπτό αφού έχουν κάψει καλά στην επιφάνεια κάνοντας γραμμώσεις, ώστε να μπορεί να ξεκολλήσει το μπιφτέκι χωρίς να διαλυθεί. Θεωρητικά θέλει 4 γυρίσματα ώστε να γίνουν διαγώνια οι γραμμές απ’ το σχαροτήγανο και στις δύο επιφάνειες. Χοντρικά 6′ λεπτά είναι επαρκή, αλλά βέβαια παίζει ρόλο το πάχος των μπιφτεκιών και άλλοι παράγοντες.
Τα μπιφτέκια δεν χρειάζονται ανάπαυση πάνω από 1 λεπτό.
Σερβίρισμα:
Με καλοτηγανισμένες πατάτες και λεμόνι κατά την παράδοση, ή με τη γαρνιτούρα που προτιμάτε και Χωριάτικο λευκό τυρί ΟΛΥΜΠΟΣ.